- ωμοπλινθοδομή
- η кладка из саманного кирпича
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωμοπλινθοδομή — η, Ν τοιχοποιία από ωμοπλίνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωμόπλινθος + δομή (πρβλ. οικο δομή)] … Dictionary of Greek
μασταμπάς — Τύπος αιγυπτιακών τάφων των φαραωνικών χρόνων, η ονομασία των οποίων προέρχεται από την αραβική λέξη mastaba, που σημαίνει πάγκος. Πρόκειται για υπέργεια ορθογώνια οικοδομήματα με κατακόρυφες εγκοπές στους τοίχους. Οι ταφικοί χώροι είναι υπόγειοι … Dictionary of Greek